de la campagne/paysan/rustique
χωριάτικ-ος-η-ο
en plein été
καλοκαιριάτικα
estival
καλοκαιριάτικ-ος-η-ο/καλοκαιριν-ός-ή-ό
frit
τηγανητ-ός-ή-ό
l'appétit
η όρεξη
l'été
το καλοκαίρι
la moussaka
ο μουσακάς
la paysanne
η χωριάτισσα
la pomme de terre
η πατάτα
la soupe
η σούπα
la soupe à la tomate
η ντοματόσουπα
la viande
το κρέας
le paysan
ο χωριάτης
manger
τρώω, έφαγα
rien
τίποτα/τίποτε
seul
μόν-ος-η-ο
si (conj.)
αν