avoir faim
πεινάω, πείνασα/πεινώ, πείνασα
dormir
κοιμούμαι, κοιμήθηκα/κοιμάμαι, κοιμήθηκα
le lendemain
την άλλη μέρα
le lever du jour
το ξημέρωμα
le petit-déjeuner
το πρωινό
réveiller/se réveiller
ξυπνάω, ξήπνησα/ξυπνώ, ξήπνησα
se lever
σηκώνομαι, σηκώθηκα
trentième
τριακοστ-ός-ή-ό
être inquiet
ανησυχώ, ανησύχησα